- σεξαπίλ
- το(λ. αγγλ.), άκλ., ερωτική έλξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεξαπίλ — το, Ν άκλ. ερωτική έλξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sex appeal «έλξη τού φύλου» (βλ. λ. σεξ)] … Dictionary of Greek